- υβρίστρια
- ἡ, ΜΑβλ. ὑβριστήρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑβρίστρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστρίας — ὑβριστρίᾱς , ὑβρίστρια fem acc pl ὑβριστρίᾱς , ὑβρίστρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίστριαν — ὑβρίστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβριστήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. ὑβρίστρια, ΜΑ (ποιητ. τ.) υβριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek